- γνέφος
- τοτο σύννεφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γ- προθετικό + νέφος (πρβλ. γνέφω, γνοιάζομαι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνέφι — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γνέφος*] … Dictionary of Greek
γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek
γνοιάζομαι — νοιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση τής λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)] … Dictionary of Greek